ἐπιρρηματικός

ἐπιρρηματικός
ἐπι-ρρημᾰτικός, ή, όν,
A adverbial, A.D.Adv.169.11, al., Sch.Ar.Pl.244, etc. Adv.

-κῶς Phryn.PSp.10

B., A.D.Synt.10.9.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐπιρρηματικός — adverbial masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιρρηματικός — ή, ό (AM ἐπιρρηματικός, ή, όν) [επίρρημα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται οτο επίρρημα ή εκφέρεται με επίρρημα 2; φρ. α) «επιρρηματικοί προσδιορισμοί» οι προσδιορισμοί που εκφέρονται είτε με επίρρημα είτε με πλάγια πτώση εμπρόθετη ή χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • επιρρηματικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στο επίρρημα. 2. φρ., «επιρρηματικός προσδιορισμός», προσδιορισμός που εκφέρεται με επίρρημα ή με πλάγια πτώση. 3. φρ., «επιρρηματικές προτάσεις», οι δευτερεύουσες προτάσεις που προσδιορίζουν ως… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιρρηματικά — ἐπιρρηματικός adverbial neut nom/voc/acc pl ἐπιρρηματικά̱ , ἐπιρρηματικός adverbial fem nom/voc/acc dual ἐπιρρηματικά̱ , ἐπιρρηματικός adverbial fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρηματικώτερον — ἐπιρρηματικός adverbial adverbial comp ἐπιρρηματικός adverbial masc acc comp sg ἐπιρρηματικός adverbial neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρηματικῶν — ἐπιρρηματικός adverbial fem gen pl ἐπιρρηματικός adverbial masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρηματικόν — ἐπιρρηματικός adverbial masc acc sg ἐπιρρηματικός adverbial neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρηματικαί — ἐπιρρηματικός adverbial fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρηματικοῖς — ἐπιρρηματικός adverbial masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρηματικοῦ — ἐπιρρηματικός adverbial masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρηματικῆς — ἐπιρρηματικός adverbial fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”